- κονσερβοποιός
- οαυτός που κατασκευάζει κονσέρβες, βιομήχανος κονσερβοποιίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονσερβοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κονσέρβες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek